χρυσόξυλο

χρυσόξυλο
το бот.
1) крушина; 2) фустик, жёлтое дерево

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χρυσόξυλο" в других словарях:

  • χρυσόξυλο — το / χρυσόξυλον, ΝΑ νεοελλ. κοινή ονομασία ειδών τών φυτών ράμνος και ρους αρχ. το φυτό θάψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ξύλον (πρβλ. ἐριό ξυλον)] …   Dictionary of Greek

  • ρούς — (II) ο / ῥοῡς, ΝΜΑ γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, που ανήκει στην οικογένεια ανακαρδιίδες τής τάξης ρουτώδη, με 150 περίπου είδη φυλλοβόλων δένδρων, θάμνων και λιανών, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή το είδος… …   Dictionary of Greek

  • κάρπινος ή καρπίνος — (Carpinus). Γένος φυλλοβόλων δέντρων της οικογένειας των βετουλιδών, που περιλαμβάνει 35 40 είδη. Συναντάται σε δασώσεις περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Ένα από τα σημαντικότερα είδη είναι ο κ. ο βετουλοειδής, γνωστός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»